ἐκάλυπτε

ἐκάλυπτε
καλύπτω
oc-culo
imperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατενήνοθεν — (Α) (επικ. τ., γ εν. και πληθ. πρόσωπο παρακμ.) εκάλυπτε ή εκάλυπταν («πολλὴ δὲ κόνις κατενήνοθεν ώμους», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ενήνοθεν (παρακμ. τού άχρ. ρ. ἐνέθω «καλύπτω», που απαντά μόνον εν συνθέσει), πρβλ. επ ενήνοθεν, παρ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”